θεοδότιος

θεοδότιος
θεοδότιος, -ία, -ον (Α)
1. αυτός που εφευρέθηκε από τον Θεόδοτο
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά θεοδότια
ονομασία διαφόρων κολλυρίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Θεόδοτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Θεοδοτίοις — Θεοδότιος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θεοδοτίου — Θεοδότιος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θεοδοτίων — Θεοδότιος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θεοδοτίῳ — Θεοδότιος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θεοδότιον — Θεοδότιος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”